- κρινωτός
- κρῐν-ωτός, ή, όν,A adorned with lilies, κεφαλίδες Aristeas 68.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρινωτός — κρινωτός, ή, όν (Α) ο στολισμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα ωτός (πρβλ. ακτιν ωτός, κλιμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek
κρινωτάς — κρινωτά̱ς , κρινωτός adorned with lilies fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)